ἀνάλημμα — that which is used for repairing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλημμα — το (προθετ. ανά = πάνω + λαμβάνω = κρατώ), ατος, τοίχος ψηλός και στερεός για συγκράτηση χωμάτων κτλ. και ιδιαίτερα των δύο πλάγιων άκρων του ημικύκλιου θεάτρων ή σταδίων: Στο διονυσιακό θέατρο της Αθήνας υπήρχαν αναλήμματα και στα δυο πλάγια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλημμάτων — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλήμμασι — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλήμμασιν — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλήμματα — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλήμματι — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλήμματος — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλημματικός — ή, ό [ανάλημμα] ο σχετικός με το ανάλημμα … Dictionary of Greek
Аналемма — Пример аналеммы, вид из северного полушария. Даты указывают на соответствующие позиции Солнца. Аналемма (греч … Википедия